30.12.08

[η πόλη]

Τα μικρά λουλούδια είναι κλεισμένα
Το πουλί χουρνιασμένο.

Η ντροπή είναι για 'μένα ένα ποίημα.
Που κλώθεται στα χέρια μου
Χωρίς να ξέρω
Να εκφέρω τίποτε.
Το ράμφος της νίκης είναι απότομο
Σα νερό που χτυπάει και σπρώχνει κύματα.
Μουλιασμένο νερό απ' την ίδια τη θάλασσα που το στέλνει
Κι επιστρέφοντας, με τα βότσαλα βαλμένα
Στη θέση τους,
Το νερό σκίζεται σε
Αφρό.

Ποια λογική οπτασία είναι ο άνθρωπος.
Κουμπωμένος στη γη
Ανεβάζει στον κόπο
Τη γιατρειά του.
Ρουφάει ένα κιτρινωπό μελίσσι
Μες στη μέρα κοκκινίζοντας
Από
Από
Μια ντροπή μεγαλύτερη απ' τα σχήματα.

Μα δε συλλογιέται ότι νίκησε
Παρά στέλνει
Άδηλα νυφικά ρούχα στη νύφη του.

Και τότε το χορτάρι ανθίζει
Πρασινίζει η μπόρα
Το καρεκλάκι του παππού έξω απ' την πόρτα βρέχεται
Ο οντάς της γιαγιάς κρεμιέται αναμνηστικά απ' τον τοίχο
Το πετσετάκι του κόσμου
Αντικαθίσταται.

Τότε κυλάει ένα πρωινό.
Όπου τα μέτρα έχουν σκιρτήσει
Μες στην πλάση
Στέλνοντας πλήθος εκτιμήσεις κι αφορμήσεις
Χωρίς άνθρωπο.

Η κοπελιά γεμίζει από το σύννεφο
Κι ο εργάτης πάγο
Πάει
Και
Φέρνει.
Γεμάτη απόγνωση κι αιχμηρή ευτυχία
Είναι η σακούλα.


Νοέμβρης, 2005

Δεν υπάρχουν σχόλια: